νεύρωση

νεύρωση
I
(Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα μονοκοτυλήδονα· σε παλαμόνευρα, όταν τα νεύρα προχωρούν ακτινωτά ξεκινώντας από τη βάση του διάμεσου νεύρου· σε πτερόνευρα, όταν και από τις δύο πλευρές της βάσης του διάμεσου νεύρου εκφύονται πλάγια νεύρα, χονδρά, που στέλνουν προς το άκρο του φύλλου συνεχώς ασθενέστερα νεύρα και σε δικτυόνευρα, όταν τα νεύρα διασχίζονται σε κλάδους διάφορου πάχους, όπως συμβαίνει στα περισσότερα δικοτυλήδονα.
II
(Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έναν βασικό πυρήνα ψυχικών διαταραχών. Εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα, διαταραχές στη συμπεριφορά και στην ψυχική διάθεση· οι ν. πιο σωστά ονομάζονται ψυχονευρώσεις.
Όταν η ν. εκδηλώνεται με σωματικά συμπτώματα, αυτά παρουσιάζονται με ορισμένες λειτουργικές διαταραχές διαφόρων οργάνων ή οργανικών συστημάτων (π.χ. ν. της καρδιάς, ν. του στομάχου, ν. του αναπνευστικού συστήματος) χωρίς να διαπιστώνεται η αιτιολογία, αλλά πιθανόν (τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις) να μην προέρχονται αποκλειστικά από ψυχογενή αιτιολογία. Για όλες αυτές τις μορφές ο ορθότερος όρος είναι ν.οργάνου, που αποτελεί πεδίο έρευνας της σύγχρονης ψυχοσωματικής ιατρικής.
Από τις διάφορες μορφές ν. αναφέρουμε τη ν. της καρδιάς· πρόκειται για ένα σύνολο λειτουργικών διαταραχών της καρδιάς χωρίς να διαπιστώνεται οργανική αλλοίωση του οργάνου· ν. της κοιλιάς που είναι πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από πόνους στο επιγάστριο κατά παροξυσμούς με γενικές αγγειοκινητικές μεταβολές (ωχρότητα, άγχος, αίσθημα εξάντλησης κ.ά.)· γ) ν. από εξάντληση: επίκτητη νευρασθένεια από γνωστά αίτια (σωματική και πνευματική υπερένταση, έντονες συγκινήσεις κ.ά.)· ν. των αεροπόρων, η οποία οφείλεται σε σωματική και πνευματική υπερένταση σε άτομα με σχετική προδιάθεση· αγχώδης ν. που χαρακτηρίζεται από ένα συνεχές αίσθημα ανησυχίας και αναμονής δυσάρεστων γεγονότων, με παροξύνσεις που συνοδεύονται συχνά από οργανικά ενοχλήματα (καρδιόπαλμος, δύσπνοια, τρόμος, ίλιγγος, εφίδρωση κ.ά.), που αποτελούν τις ονομαζόμενες αγχώδεις κρίσεις· ν. αναμονής, η οποία είναι μία ψυχογενής πάθηση κατά την οποία, ύστερα από ελαφρά ενοχλήματα που εμφανίζονται κατά το βάδισμα, την ανάγνωση, την κατάποση κ.ά., το άτομο κυριαρχείται από την ιδέα ότι αδυνατεί να εκτελέσει αυτές τις λειτουργίες χωρίς να υποβληθεί σε έντονα ενοχλήματα· τραυματική ν. που εμφανίζεται ύστερα από έναν τραυματισμό ως αποτέλεσμα σωματικών κακώσεων ή έντονης συγκίνησης.
Η πολυεδρικότητα των εκδηλώσεων της παθολογικής αυτής μορφής, που ονομάζεται επίσης ν. των τραυματιών, ν. αποκατάστασης κ.ά., θυμίζει τη συμπτωματολογία της νευρασθένειας, της υστερίας και της υποχονδρίας με ειδικά χαρακτηριστικά, όπως η ανησυχία γι’ αυτό το ίδιο το ενόχλημα, για τις επιπτώσεις επί του σώματος, του ηθικού και των οικονομικών, για το ενδεχόμενο να μην είναι πλήρης η αποκατάσταση. Έχει εξακριβωθεί ότι ο τραυματισμός έχει μεγάλη σημασία στη δημιουργία του νοσηρού συνδρόμου, αν και ο μηχανισμός δράσης του τραυματισμού στην πρόκληση της ν. είναι περισσότερο συγκινησιακός και οι παθολογικές επιπλοκές είναι συχνά δυσανάλογες ως προς τη βαρύτητα αυτού του τραύματος.
Επειδή η συχνότητα των νευρώσεων είναι μεγάλη και εξαιτίας των κλινικών χαρακτηριστικών τους το πρόβλημα της θεραπείας τους αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Πριν από κάθε θεραπευτική αγωγή πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τους πολυάριθμους παράγοντες που συγκλίνουν σε δυο εστιακά σημεία, στο άτομο και στο περιβάλλον.
Το άτομο εξετάζεται τόσο από ψυχολογική άποψη (προσωπικότητα, χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία) όσο και από βιολογική (δομή του σώματος και λειτουργίες του) σε σχέση με το περιβάλλον - βιολογικό, κοινωνικό, μορφωτικό, εθνικό, στο οποίο ζει.
Η εκλογή της θεραπευτικής αγωγής της ν. δεν μπορεί να προκαθοριστεί. Από τους διάφορους τύπους θεραπείας, αναφέρουμε τη ψυχοθεραπεία στις διάφορες φάσεις της, ενισχυτική, ερμηνευτική και ψυχαναλυτική.
* * *
η (Μ νεύρωσις)
νεοελλ.
1. ιατρ. συχνή νευροψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε ανιχνεύσιμης βλάβης τού νευρικού συστήματος και εκδηλώνεται με πλήθος ποικίλων συμπτωμάτων, είτε ψυχικών —λ.χ. άγχος, υπερσυγκινησία, αναστολές, ιδεοληψίες, φοβίες, καταθλιπτικές τάσεις κ.ά.— είτε σωματικών λειτουργικού τύπου, όπως λ.χ. διαφόρους πόνους, σπλαγχνικούς σπασμούς, δυσλειτουργίες, μυϊκές συσπάσεις, ιλίγγους, αδυναμίες, σεξουαλικές διαταραχές κ.ά.
2. βοτ. η διάταξη τών νευρικών ινών στα φύλλα τών φυτών
3. εντομολ. σωληνοειδής χιτινώδης πάχυνση στα φτερά τών εντόμων, που διατρέχεται από νεύρα και τραχείες
μσν.
1. ενίσχυση, ενδυνάμωση
2. το μυϊκό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρῶ. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. neurosis < νευρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεύρωση — η 1. (ιατρ.), πάθηση του νευρικού συστήματος από διαταραχή της λειτουργίας του. 2. (βοτ.), το δίκτυο των νεύρων στα φύλλα: Νεύρωση των φύλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρώσῃ — νευρόω strain the sinews aor subj mid 2nd sg νευρόω strain the sinews aor subj act 3rd sg νευρόω strain the sinews fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχώδης νεύρωση — Νεύρωση που χαρακτηρίζεται από αγχώδη υπεραπασχόληση η οποία φτάνει έως τον πανικό και συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα. Σε αντίθεση με τη φοβική νεύρωση, το άγχος είναι δυνατόν να υπάρχει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαναγκαστικός — ή, ό, Ν [ψυχαναγκασμός] 1. ο σχετικός με τον ψυχαναγκα σμό 2. άτομο που κατέχεται από ψυχαναγκαστική νεύρωση 3. φρ. «ψυχαναγκαστική νεύρωση» ιατρ. νεύρωση που έχει ως κύριο σύμπτωμα την εκδήλωση ψυχαναγκα σμών …   Dictionary of Greek

  • ψυχονεύρωση — Ονομασία που δόθηκε από τον Ντιμπουά της Βέρνης σε ψυχικές ανωμαλίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται ολοκληρωτικά στο πλαίσιο των νευρώσεων. Οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις διαχωρίζονται μεταξύ τους μόνο σχηματικά. Στην πραγματικότητα υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • νευρωσικός — ή, ό [νεύρωση] αυτός που πάσχει από νεύρωση …   Dictionary of Greek

  • νευρωτικός — ή, ό 1. (για φάρμακο) αυτός που επιδρά στα νεύρα 2. αυτός που προξενεί νεύρωση 3. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευρωσικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotic < νευρώνω, κατά τον τύπο ναρκώνω ναρκωτικός] …   Dictionary of Greek

  • σέσκουλο — Λέγεται και σέσκλο (βέτα η κοινή). Φυτό (ποικιλία ράπα, μορφή σίκλα) της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι λαχανικό πολύ διαδομένο μοιάζει πολύ με το φυτό του τεύτλου, αλλά έχει φύλλα εδώδιμα, πολύ πλατιά, με μεσαία νεύρωση… …   Dictionary of Greek

  • φοβιακός — και φοβικός, ή, ό, Ν 1. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φοβία 2. φρ. «φοβιακή νεύρωση» (ιατρ. ψυχολ.) νεύρωση που συνδυάζει έναν αριθμό διαφόρων φοβιακών συμπτωμάτων τα οποία αναπτύσσονται πάνω σε χαρακτηριστικό έδαφος… …   Dictionary of Greek

  • νευρωτικός — ή, ό 1. για φάρμακα, αυτό που επιδρά στα νεύρα. 2. αυτός που προκαλεί τη νεύρωση. 3. αυτός που πάσχει από νεύρωση, νευροπαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”